- λουρίκι
- το (Μ λουρίκιον)μετάλλινος θώρακας τών Βυζαντινών στρατιωτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουρίκιον < λωρίκιον, με κώφωση < λατ. lorica «θώρακας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουρίκι — το ιού (λ. λατ.), ο σιδερένιος θώρακας των Βυζαντινών στρατιωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωρίκιον — λωρίκιον, τὸ (AM, Μ και λωρίκιν και λουρίκι[ο]ν) μεταλλικός θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωρίκα < λατ. lorica «θώρακας»] … Dictionary of Greek